Υγεία • 29 Μαΐου 2025
Η Εξέλιξη της Διατροφής του Ανθρώπου

Είμαστε αυτό που τρώμε, πότε το τρώμε και πώς το τρώμε.
«Για να κατανοήσεις τι πρέπει να τρως σήμερα, ίσως χρειάζεται πρώτα να κατανοήσεις σε τι προσαρμόστηκε το σώμα σου να τρώει.»
Η εξέλιξη της διατροφής του ανθρώπου δεν είναι δημιούργημα μόνο της σύγχρονης εποχής. Είναι αποτέλεσμα εκατομμυρίων ετών αλληλεπίδρασης μεταξύ περιβάλλοντος, γονιδίων, τεχνολογίας και πολιτισμού. Η πρόσφατη ανασκόπηση των Bragazzi και συνεργατών (2024) επιχειρεί να ανασυνθέσει την ιστορική πορεία της ανθρώπινης διατροφής, συνδέοντάς την με την εξέλιξη του σώματος, του εγκεφάλου και της υγείας.
Το ερώτημα δεν είναι «ποια δίαιτα είναι η καλύτερη;» αλλά «πώς αλληλεπιδρά η σύγχρονη διατροφή με ένα σώμα που διαμορφώθηκε κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες;»
Η φυτοφαγία των πρώιμων ανθρωπινων ειδών
Τα πρώιμα μέλη του γένους Homo και των προγόνων του είχαν μια διατροφή βασισμένη κυρίως σε φυτικής προέλευσης τρόφιμα: φρούτα, φύλλα, βολβούς και ρίζες. Η ανατομία των δοντιών τους – με παχύ σμάλτο και ευρείες μασητικές επιφάνειες – υποδεικνύει τη μηχανική προσαρμογή σε τροφές που απαιτούσαν έντονη μάσηση.
Ωστόσο, δεν ήταν εξειδικευμένοι φυτοφάγοι, αλλά διατροφικά ευέλικτοι. Σε περιόδους περιορισμένης διαθεσιμότητας, κατέφευγαν σε εναλλακτικά τρόφιμα χαμηλής θρεπτικής αξίας, όπως σκληροί σπόροι ή ίνες. Αυτή η στρατηγική ήταν εξελικτικά κρίσιμη για την επιβίωσή τους.
Μία σημαντική γενετική προσαρμογή αυτής της περιόδου είναι η αύξηση του αριθμού αντιγράφων του γονιδίου AMY1, που κωδικοποιεί ένα ένζυμο που ξεκινά την πέψη του αμύλου στο στόμα με τη βοήθεια του σάλιου. Πληθυσμοί με παραδοσιακά υψηλή κατανάλωση αμυλούχων τροφών παρουσιάζουν αυξημένο αριθμό αντιγράφων του AMY1. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με την ικανότητα αξιοποίησης ενεργειακών πηγών από αμυλούχα τρόφιμα, και ενδεχομένως επηρεάζει ακόμη και τη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος και ενδεχομένως επηρεάζει ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο μεταβολισμός, δηλαδή πώς ο οργανισμός επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί τα θρεπτικά συστατικά.
Ζωικές τροφές και οι πρώτες μεγάλες διατροφικές μεταβολές
Η σταδιακή ενσωμάτωση ζωικών τροφών στη διατροφή, σε συνδυασμό με την κατασκευή λίθινων εργαλείων, σήμανε μια καθοριστική εξελικτική στροφή. Το κρέας προσέφερε πυκνή θρεπτική αξία: πρωτεΐνες, σίδηρο, βιταμίνη B12 και απαραίτητα λιπαρά οξέα, στοιχεία κρίσιμα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Γονιδιακές παραλλαγές όπως το APOE3 σχετίζονται με τη μεταβολική διαχείριση των λιπών και την ανταπόκριση σε φλεγμονώδεις καταστάσεις. Αν και στο παρελθόν πιθανόν προσέφεραν εξελικτικά πλεονεκτήματα, σήμερα μπορεί να συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιομεταβολικών νοσημάτων, όταν συνδυάζονται με υπερκατανάλωση κόκκινου κρέατος και περιορισμένη κίνηση.
Η φωτιά και η μετάβαση στη μαγειρική
Ο έλεγχος της φωτιάς επέτρεψε την παρασκευή τροφών με μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση και χαμηλότερο μικροβιακό φορτίο. Το μαγείρεμα βελτίωσε τη βιοδιαθεσιμότητα των θρεπτικών συστατικών και πιθανόν συνέβαλε στην ανατομική μείωση του παχέος εντέρου – καθώς λιγότερα θρεπτικά συστατικά βασίζονταν πλέον στη βακτηριακή ζύμωση.
Κατά τη διάρκεια της εξελικτικής ιστορίας του ανθρώπου – και ιδιαίτερα σε περιόδους με περιορισμένη διαθεσιμότητα υδατανθράκων – η αυξημένη πρόσληψη ζωικών λιπών φαίνεται ότι συνδέθηκε με μορφές προσαρμοστικής (φυσιολογικής) ινσουλινοαντίστασης. Η μεταβολική αυτή απόκριση βοηθούσε στη διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης για κρίσιμες λειτουργίες, όπως η ανάπτυξη του εμβρύου κατά την κύηση, και προσέφερε πλεονέκτημα επιβίωσης σε περιόδους ασιτίας.
Ωστόσο, στο σημερινό περιβάλλον χρόνιας υπερκατανάλωσης θερμίδων και περιορισμένης φυσικής δραστηριότητας, οι ίδιες αυτές αποκρίσεις μπορεί να ευνοούν την ανάπτυξη παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικού συνδρόμου.
Γεωργία, γαλακτοπαραγωγή και μεταβολικές προσαρμογές
Η εμφάνιση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας πριν από περίπου 10.000 χρόνια άλλαξε ριζικά το διατροφικό τοπίο. Οι άνθρωποι άρχισαν να εξαρτώνται περισσότερο από δημητριακά, όσπρια και γαλακτοκομικά προϊόντα, εισάγοντας τροφές που ήταν είτε νέες είτε καταναλώνονταν πλέον σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες.
Αυτή η μετάβαση συνοδεύτηκε από γενετικές προσαρμογές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την παραμονή της λακτάσης και στην ενήλικη ζωή. Η ικανότητα διάσπασης της λακτόζης (του σακχάρου του γάλακτος) μετά την παιδική ηλικία – ιδιότητα που απαντάται κυρίως σε πληθυσμούς με μακρά παράδοση στην κτηνοτροφία – ενισχύθηκε μέσω θετικής φυσικής επιλογής.
Ένας ακόμη σημαντικός εξελικτικός δείκτης είναι η ποικιλομορφία στο ένζυμο NAT2, το οποίο συμμετέχει στην αποτοξίνωση μέσω της ακετυλίωσης στο ήπαρ. Οι λεγόμενοι «βραδείς ακετυλιωτές» – φαινότυπος που εμφανίζεται συχνότερα σε αγροτικούς πληθυσμούς – σχετίζονται με διαφοροποιημένη ικανότητα μεταβολισμού φαρμάκων, αλλά και με ενδεχόμενη αυξημένη ευπάθεια σε χρόνιες παθήσεις. Πιστεύεται ότι αυτή η γενετική μετατόπιση αντανακλά την ανάγκη προσαρμογής σε περιβάλλοντα με νέα τοξικά φορτία από την καλλιέργεια, την καύση βιομάζας και τις λοιμώξεις που ευνοούνται από την οικιστική πυκνότητα.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι αλλαγές αυτές ήταν τόσο απότομες – και τόσο διαφορετικές από τις προηγούμενες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια διατροφικής εξέλιξης – ώστε ο ανθρώπινος οργανισμός δεν πρόλαβε να προσαρμοστεί πλήρως. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση διατροφικών ανεπαρκειών, νέων ασθενειών και αλλαγών στο μικροβίωμα, οι οποίες εξακολουθούν να επηρεάζουν την υγεία μας έως σήμερα.
Βιομηχανικά τρόφιμα και η αλλοίωση του μικροβιώματος
Η ραγδαία βιομηχανική επεξεργασία της τροφής κατά τον 20ό αιώνα επιτάχυνε μια από τις πιο ριζικές διατροφικές μεταβολές στην ανθρώπινη ιστορία. Η ευρεία χρήση εκχυλισμένων σακχάρων, εξευγενισμένων δημητριακών, φυτικών ελαίων υψηλής επεξεργασίας, συντηρητικών και πρόσθετων γεύσης δημιούργησε τρόφιμα μακράς διάρκειας αλλά χαμηλής διατροφικής αξίας. Παράλληλα, η κατανάλωση φυτικών ινών και παραδοσιακών ζυμωμένων τροφών μειώθηκε δραστικά.
Αυτός ο διατροφικός μετασχηματισμός είχε καθοριστικές συνέπειες για το εντερικό μικροβίωμα – το σύνολο των μικροοργανισμών που ζουν στον γαστρεντερικό σωλήνα και παίζουν θεμελιώδη ρόλο στον μεταβολισμό, την ανοσία και τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Πληθυσμοί που διατηρούν παραδοσιακές διατροφικές πρακτικές – όπως οι Γιανομάμι στον Αμαζόνιο – παρουσιάζουν υψηλή μικροβιακή ποικιλότητα, η οποία θεωρείται δείκτης καλής εντερικής και γενικής υγείας. Αντιθέτως, τα μικροβιώματα των σύγχρονων αστικών πληθυσμών εμφανίζουν χαμηλότερη ποικιλομορφία, γεγονός που σχετίζεται με:
-
αυξημένο φλεγμονώδες φορτίο,
-
μεταβολικές διαταραχές (π.χ. αντίσταση στην ινσουλίνη),
-
ανοσολογική απορρύθμιση, και
-
αυξημένο κίνδυνο νευροψυχιατρικών διαταραχών, μέσω του άξονα εντέρου–εγκεφάλου.
Το μικροβίωμα, ως οικοσύστημα συνδιαμορφωμένο με τη διατροφή και το περιβάλλον, λειτουργεί σήμερα ως καθρέφτης της εξελικτικής ρήξης ανάμεσα στο σώμα μας και τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η φράση «είμαστε ό,τι τρώμε» αποκτά πλέον ένα δεύτερο επίπεδο νοήματος: είμαστε και ό,τι θρέφει το μικροβίωμά μας.
Τι σημαίνει αυτό σήμερα;
Η διατροφή του ανθρώπου δεν είναι στατική. Είναι αποτέλεσμα διαδοχικών συμβιβασμών με το περιβάλλον, τη διαθεσιμότητα τροφής, την τεχνολογία και τις πολιτισμικές πρακτικές. Από τις ρίζες και τους βολβούς της προϊστορίας έως τα υπερεπεξεργασμένα προϊόντα του 21ου αιώνα, το σώμα μας προσαρμόζεται – αλλά όχι πάντα με τον ρυθμό ή τον τρόπο που φανταζόμαστε.
Η σύγχρονη υγεία εξαρτάται λιγότερο από τη συμμόρφωση σε διατροφικές «λίστες» και περισσότερο από την κατανόηση της σχέσης μας με την τροφή: του πώς, πότε και γιατί τρώμε. Αναγνωρίζοντας τις εξελικτικές ρίζες των αναγκών και των αδυναμιών μας, μπορούμε να σχεδιάσουμε διατροφικές στρατηγικές που δεν συγκρούονται με τη βιολογία μας, αλλά την υπηρετούν. Όχι με στόχο την επιστροφή στο παρελθόν, αλλά με σκοπό να χαράξουμε ένα πιο ουσιαστικό και λειτουργικό μέλλον.
Η διατροφή είναι μια διαχρονική μορφή βιοπολιτικής και οικολογικής συμπεριφοράς. Και η κατανόησή της προϋποθέτει σύνθεση: από τη μοριακή βιολογία μέχρι την κοινωνική ανθρωπολογία.
Εδώ θα βρείτε και την ανασκόπηση των Bragazzi et al.
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, MSc
Απόφοιτος Χαροκοπείου Παν/μιου – MSc Συμβουλευτική Ψυχολογία, ΕΚΠΑ